- υδροκυανικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υδροκυάνιο2. φρ. «υδροκυανικό οξύ»χημ. περιληπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροκυανίου, που είναι γνωστά επίσης με την παλαιότερη ονομασία πρωσικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrocyanic (acid) (< υδρ[ο]-* + κυάνιο + -ικός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.